ιόντωση

ιόντωση
η
ιονισμός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ιόντωση — ἡ χημ. ο ιοντισμός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. ionisation < ionis er (πρβλ. ιοντώ) + κατάλ. ation, που αποδίδεται στην ελλ. είτε με τη μός (πρβλ. ιον[τ]ισ μός) είτε με τη ση] …   Dictionary of Greek

  • ιονίζω — ιοντίζω, προκαλώ ιόντωση. [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. ιοντίζω] …   Dictionary of Greek

  • ιοντοθεραπεία — η (ιατρ.), θεραπεία με ιόντωση (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ιοντώ — ωσα, ώθηκα, ιοντωμένος, η, ο, προκαλώ ιόντωση (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”